οἰκέουσι

οἰκέουσι
οἰκέω
inhabit
pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)
οἰκέω
inhabit
pres ind act 3rd pl (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • AUSCHITAE vel AUSCHISAE — AUSCHITAE, vel AUSCHISAE populi Libyae. Herodot. l. 4. Stephan. Αὐχίται ἔςθνος Λιβύης ὑπερβάκης, ubi ὑπὲρ Βάρκης legendum esse spra diximus, idque ex Herodoti praedicto loco. Αὐχίσαι ὑπὲρ Βαρκης οἰκέουσι. Nic. Lloydius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… …   Dictionary of Greek

  • υπώρεια — η / ὑπώρεια, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπώρεα Α οι πρόποδες, τα ριζά βουνού («οἰκέουσι ὑπώρεαν οὐρέων ὑψηλῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. (κυρίως στον πληθ.) οι υπώρειες (γεωμορφ.) το τμήμα τών πεδιάδων ή τών λόφων που βρίσκεται στους πρόποδες ενός ορεινού όγκου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”